17 Νοεμβρίου, 2024

Αλέκος Φασιανός: «Αντίο» στον Έλληνα «Άγιο» της ζωγραφικής τέχνης

Αλέκος Φασιανός: «Αντίο» στον Έλληνα «Άγιο» της ζωγραφικής τέχνης

Τα πρώτα καλλιτεχνικά σκιρτήματα, οι βασικές πηγές έμπνευσής του, ο Μόραλης, τα μεγάλα έργα και η διεθνής αναγνώριση

«Είναι κάποια πράγματα που γίνονται αναπόφευκτα, σαν να έχουν προγραφεί από παλιά. Θυμάμαι, όταν ήμουν στη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγράφιζα στο δάπεδο, μπροστά στους συμμαθητές μου…Πολλές φορές έκλαιγα, κρυφά, γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω τι είναι ζωγραφική. Μού άρεσε όμως να απλώνω ένα χρώμα έντονο, ένα κόκκινο ή ένα μπλε σε μια μεγάλη επιφάνεια που να παριστάνει κάτι»: Τα παραπάνω είχε εξομολογηθεί σ’ ένα σημείωμά του, στις αρχές τις δεκαετίας του ’70 ο Αλέκος Φασιανός. Κι αυτά τα λόγια του αποτελούν, επί της ουσίας, τον ορισμό αυτού που λέμε «γεννημένος καλλιτέχνης». Κι όπως περίτρανα αποδείχτηκε, εκείνος, ταύτισε ολόκληρη τη ζωή του με την τέχνη του, πορεύτηκε μέχρι το τέλος με τα χρώματα, τα πινέλα του, τους καμβάδες του, τους τεράστιους ζωγραφικούς ήρωές του, που ταξίδεψαν στα πέρατα του κόσμου και τον ανέδειξαν σε κορυφαίο ζωγράφο του 20ού αιώνα διεθνώς.

Αυτόν τον μεγάλο καλλιτέχνη, ο οποίος ενσωμάτωσε μοναδικά στα έργα του την τέχνη και την ιστορία της πατρίδας του, που αποτελούσαν διαχρονικά πηγές έμπνευσής του, αποχαιρετά η Ελλάδα με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη.

Απ’ όλους τους μεγάλους Έλληνες ζωγράφους ο Φασιανός υπήρξε ο πιο προσιτός στις μεγάλες μάζες. Όχι μόνον γιατί είχε φιλοτεχνήσει πολυάριθμα έργα, πίνακες, χαρακτικά, αφίσες, θεατρικά σκηνικά, εξώφυλλα βιβλίων, δίσκων και τόσα ακόμη. Αλλά, κυρίως, επειδή η ζωγραφική του τέχνη είχε κάτι το εντελώς προσωπικό, το οποίο, από ένα σημείο κι έπειτα, δεν μπορούσε κανείς να μην το αναγνωρίσει. Το βασικό τρίπτυχο της θεματολογίας του, Άνθρωπος – Φύση – Περιβάλλον, παρέμενε σταθερό σε όλη την διαδρομή του. Όπως κι εκείνες οι υπερφυσικές, κατ’ αρχάς, αλλά τόσο οικείες με το πέρασμα του χρόνου ανθρώπινες μορφές του, απλοϊκές εκ πρώτης όψεως αλλά τόσο περίτεχνες και ζωντανές εν τέλει, σαν έτοιμες να ξεπηδήσουν από τον καμβά και να πάρουν τη θέση τους στον κόσμο των ζωντανών. Άλλωστε οι ήρωες του Φασιανού ήταν πολύ συχνά τυπικοί καθημερινοί άνθρωποι που έκαναν ποδήλατο, κάπνιζαν, αγκαλιάζονταν, αγαπιούνταν και μέσα από το μαγικό άγγιγμά του μεταμορφώνονταν σε λαμπερούς πρωταγωνιστές, ‘Αγιους ή μυθολογικούς θεούς.

Ήταν, εξάλλου, όπως ο ίδιος είχε διηγηθεί, το θρησκευτικό στοιχείο, οι υπέροχες βυζαντινές εικόνες και οι υπερβατικοί πρωταγωνιστές τους που τον μαγνήτισαν, ως παιδί, στην μαγική τέχνη της ζωγραφικής: «Ο παππούς μου ήταν πάπας. Γεννήθηκα το 1935 δίπλα ακριβώς στην εκκλησία που λειτουργούσε ο ίδιος. Είχαμε ένα μικρό σπίτι με δειλινά στους Αγίους Αποστόλους κάτω από την Ακρόπολη. Από πολύ μικρός και εξ αιτίας του παππού μου, τριγύρναγα στις μισοσκότεινες μεταβυζαντινές εκκλησίες και τον βοηθούσα άλλοτε φέρνοντας του το θυμιατό και άλλοτε διαβάζοντας τον Απόστολο. Πιο πολύ όμως και από το θρησκευτικό μέρος με είλκυαν οι εικόνες οι βυζαντινές η οι λαϊκές. Μου έκαναν εντύπωση οι άγιοι καβαλάρηδες με τα φωτοστέφανα και τα σπαθιά τους που έβγαζαν φλόγες και σκότωναν θηρία. Τα ξερά βυζαντινά βουνά στο βάθος, τα περίεργα δέντρα και τα φυτά και οι χρυσοί ουρανοί. Προσπαθούσα να αντιγράψω τις εικόνες. Όμως ήθελα να κάνω και δικές μου, να εκφράσω και τον δικό μου κόσμο, όπως κιόλας είχε διαπλαστεί από όλα όσα έβλεπα».

Ένα ακόμη πρόσωπο από το στενό οικογενειακό του περιβάλλον που άσκησε τεράστια επιρροή πάνω του, διευρύνοντας τους ορίζοντες και τις αναζητήσεις του, ήταν η μητέρα του: «Η μητέρα μου ήταν φιλόλογος και είχε μανία με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αυτή με πήγαινε συγχρόνως στα Μουσεία η την Ακρόπολη και παντού όπου μπορούσε να συναντήσει αρχαία πράγματα. Μου άρεσαν πολύ τα εικονογραφημένα αρχαία βάζα, ιδίως οι λευκές λήκυθοι, που εικόνιζαν νεκρικές παραστάσεις. Πιο πολύ όμως με συγκινούσαν τα κυκλαδικά ειδώλια με στυλιζαρισμένα χέρια, τα μονοκόμματα σώματα που μοιάζανε με παιχνίδια» εξηγούσε ο ίδιος αποκαλύπτοντας στη συνέχεια την συνάντησή του με την τέχνη της μουσικής η οποία ωστόσο δεν κατάφερε να τον αποσπάσει από αυτό για το οποίο ήταν γεννημένος, παρότι σπούδασε βιολί επί 12 ολόκληρα χρόνια, διάστημα κατά το οποίο γνώρισε σημαντικούς Έλληνες συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος κ.α. : «Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και έτσι έμαθα να παίζω βιολί. Δεν νομίζω ότι αυτό με επηρέασε καθόλου. Γιατί ήθελα να ζωγραφίζω από μικρό παιδί. Μέχρι τα δεκαεφτά μου χρόνια ζωγράφιζα μόνος μου και είχα όλο τον μαγικό κόσμο των εικόνων, στις εκκλησίες, και από την άλλη μεριά την αγαλματολατρεία των αρχαίων Ελλήνων».

Στα χρόνια του Λυκείου θα συνδεθεί με άλλα νέα αγόρια τα οποία έμελλε να βάλουν τη δική τους σφραγίδα ο καθένας στην τέχνη του. Ανάμεσά τους ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Τί παρέα αλήθεια..;

Κι έπειτα ήρθε η Σχολή Καλών Τεχνών και η συνάντηση με τον σπουδαίο Γιάννη Μόραλη: «Ο δάσκαλος μας ο Μόραλης είχε μια επιρροή επάνω μας τόσο σαν καλλιτέχνης, όσο και σαν άνθρωπος. Μάθαμε να βλέπουμε τις επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων των αντικειμένων εξ αιτίας του φωτός. Μάθαμε να συγκρίνουμε και τα πράγματα» εξηγούσε χρόνια αργότερα ο ίδιος.

Η πόλη του Φωτός, το Παρίσι θα τού παρέχει κι άλλα γνωστικά εφόδια ενώ θα διευρύνει και την έμπνευσή του. Τα χρόνια που θα ζήσει εκεί θα είναι καθοριστικά και για την εξέλιξή του. Το 1959 παρουσιάζει για πρώτη φορά τα έργα του στην Αθήνα κι από κει και πέρα ξεκινά μια ιλιγγιώδης, ασταμάτητη πορεία: Δεκάδες εκθέσεις σε κάθε γωνιά του κόσμου, από τη Βενετία, το Παρίσι, το Λονδίνο και τη Γενεύη μέχρι το τη Νέα Υόρκη και το Τόκυο. Χωρίς ωστόσο να ξεχάσει ποτέ την πατρίδα του και το εγχώριο κοινό διοργανώνοντας συχνά εκθέσεις σε μεγάλα αστικά μουσεία αλλά και μικρότερους χώρους τέχνης των ελληνικών νησιών.Παράλληλα, αναλαμβάνει την σκηνογραφία μεγάλων θεατρικών παραγωγών ενώ βάζει την υπογραφή του στην εικονογράφηση δεκάδων εκδόσεων σημαντικών ποιητών και συγγραφέων όπως οι Ο. Ελύτης, L. Aragon, G. Apollinaire, Κ. Ταχτσής, Κ. Καβάφης, Α. Εμπειρίκος, Γ. Ρίτσος, Β. Βασιλικός κ.α.

Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Αλέκος Φασιανός έπαιρνε ζωή και ικανοποίηση από την τέχνη του. Πολλές φορές ζωγράφιζε στο πάτωμα, σαν μικρό παιδί. Επέλεγε τα υλικά του, τα χρώματά του, τα ανακάτευε και ταξίδευε μαζί τους στα ανεξάντλητα μονοπάτια της φαντασίας του. Το ήξερε πολύ καλά, εξάλλου, και δεν δίσταζε να το παραδεχτεί δημόσια: «Όταν δεν ζωγραφίζω είμαι δυστυχής»!

ΠΗΓΗ: https://www.protothema.gr/

Αφήστε μια απάντηση