Ελληνοτουρκική κρίση: Πιέσεις για διερευνητικές από ΗΠΑ και Βερολίνο
Ετοιμότητα για επανεκκίνηση του διαλόγου Αθήνας-Αγκυρας – Τα τρία σενάρια για τις κινήσεις του Ερντογάν μέχρι το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο – Τι σηματοδοτεί για τις εξελίξεις στην περιοχή η αλλαγή σκυτάλης στην Ουάσινγκτον
Για την επανέναρξη απευθείας διερευνητικών επαφών με την Τουρκία μέσα στον Ιανουάριο του 2021 προετοιμάζεται η ελληνική κυβέρνηση. Το προηγούμενο εξάμηνο, παρά τη συστηματική προπαρασκευή, η επανεκκίνηση των διερευνητικών επαφών μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών ματαιώθηκε δύο φορές, αφού το καθεστώς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξαγριώθηκε από τις ελληνικές διπλωματικές πρωτοβουλίες και έφτασε στο σημείο να απειλεί ανοιχτά την Αθήνα με πόλεμο.
Η υπογραφή συμφωνίας μερικής οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου στις 6 Αυγούστου έκανε το απαράτ της τουρκικής κυβέρνησης να… λυσσάξει και να τορπιλίσει την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών που είχε συμφωνηθεί να ανακοινωθεί στις 7 Αυγούστου. Στην επανεκκίνηση του διαλόγου με στόχο την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας έριξε για δεύτερη φορά άκυρο ο Ερντογάν στις 12 Οκτωβρίου στέλνοντας ξανά το πλοίο «Oruc Reis» για σεισμικές έρευνες ανοιχτά του Καστελόριζου, παρά το γεγονός ότι στις 8 Οκτωβρίου ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας και ο Τούρκος ομόλογός του Μεβλούτ Τσαβούσογλου είχαν συμφωνήσει να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου.
Σήμερα, παρά το γεγονός ότι οι δίαυλοι απευθείας επικοινωνίας της Αθήνας με την Αγκυρα μοιάζουν να έχουν σιγήσει, οι φήμες λένε ότι στο παρασκήνιο το Βερολίνο και η Ουάσινγκτον παροτρύνουν τις δύο πλευρές να αρχίσουν συζήτηση για τα ακανθώδη θέματα της οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών. Με άτυπες συνεννοήσεις και παρασκηνιακές πρωτοβουλίες, Γερμανοί και Αμερικανοί διπλωμάτες καταβάλλουν συστηματικές προσπάθειες για να πείσουν την ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση να ορίσουν ημερομηνία για τη συνάντηση ομάδας Ελλήνων διπλωματών και νομικών με Τούρκους εμπειρογνώμονες.
Μια αναφορά του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη συζήτηση για την έγκριση του Προϋπολογισμού που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη περιγράφει τη σημερινή κατάσταση. «Στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τι λέει; Επιμένει -insist στα αγγλικά είναι το ρήμα στο επίσημο κείμενο- στην άμεση και ομαλή επανέναρξη των διερευνητικών επαφών για την οριοθέτηση -επαναλαμβάνω, προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης-, για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο όπως έχει συμφωνηθεί σε προηγούμενα συμπεράσματα, από το σημείο που σταματήσαμε τις διερευνητικές τον Μάρτιο του 2016. Αυτό επιδιώκουμε ως Ελλάδα», τόνισε ο πρωθυπουργός και επισήμανε: «Παρέχεται η ευκαιρία στη γειτονική χώρα να αποδείξει αν πραγματικά εννοεί την αποκλιμάκωση. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν! Η Τουρκία πολλές φορές μάς είχε πει ότι θα μας προσκαλούσε για διερευνητικές συζητήσεις και όμως το αποτέλεσμα ήταν, δυστυχώς, διαφορετικό από αυτό που προσδοκούσαμε».
Πού βρισκόμαστε σήμερα
Την Τρίτη 22 Δεκεμβρίου η Αγκυρα ανακοίνωσε ότι μέχρι τις 16 Ιουνίου του 2021, για το επόμενο εξάμηνο δηλαδή, το ερευνητικό πλοίο «Oruc Reis» με τα βοηθητικά του «Ataman» και «Cengiz Han» θα κάνουν σεισμικές εργασίες στα τουρκικά χωρικά ύδατα ανοιχτά της Αττάλειας.
Επειτα από μια περίοδο σχεδόν πέντε μηνών, όπου η ένταση στο Αιγαίο ήταν στο κόκκινο και η έξοδος του τουρκικού στόλου με το «Oruc Reis» στην Ανατολική Μεσόγειο έβγαλε στη θάλασσα το σύνολο των ελληνικών πολεμικών πλοίων και υποβρυχίων, η Αγκυρα μοιάζει να στέλνει σήμα στην Αθήνα ότι, υπό προϋποθέσεις, το επόμενο εξάμηνο θα μπορούσε να αφιερωθεί σε πολιτικές και διπλωματικές προσπάθειες για τη διευθέτηση των προβλημάτων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Χωρίς απτές αποδείξεις και ντοκουμέντα, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι οι ισχυροί σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ και οι εταίροι μας στην Ε.Ε. βάζουν το πιστόλι στον κρόταφο της Ελλάδας για να ξεκινήσουν άμεσα τις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία. Είναι όμως αρκετοί οι διπλωματικοί παράγοντες εκείνοι που επιχειρηματολογούν ότι η Αθήνα δεν θα πρέπει να χάσει χρόνο μέχρι να συμφωνήσει με την Αγκυρα στη διαμόρφωση της ατζέντας των συζητήσεων, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να ενεργοποιήσει ταχύτατα τη διαδικασία των διερευνητικών επαφών.
Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ, τη συμφωνία της Αθήνας και της Ρώμης για τον προσδιορισμό θαλάσσιων ζωνών στο Ιόνιο πέλαγος και τη συμφωνία με την Αλβανία για παραπομπή του θέματος της οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αξιωματούχοι με λόγο στη διαμόρφωση των διεθνών συσχετισμών υποστηρίζουν ότι είναι ώρα να καθίσουν στο τραπέζι των συζητήσεων οι ειδικοί, εμπειρογνώμονες, διπλωμάτες και νομικοί που έχουν την εμπειρία και τη γνώση για να επιτυγχάνουν συμβιβασμούς κατακτώντας το μέγιστο που είναι δυνατό για τα ελληνικά συμφέροντα.
Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα προσέλθει η τουρκική πλευρά στη διαδικασία των διερευνητικών επαφών: με μια ατζέντα στην οποία θα περιλαμβάνονται αξιώσεις για την υποτιθέμενη «γαλάζια πατρίδα», τον εγκλωβισμό ελληνικών νησιών σε ζώνη τουρκικής υφαλοκρηπίδας, τον μηδενισμό της επήρειας των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες πέραν της ζώνης 6 ναυτικών μιλίων από τις ακτές τους ή τις αβάσιμες θεωρίες περί γκρίζων ζωνών και νησίδων στο Αιγαίο, των οποίων δήθεν η κυριαρχία είναι αδιευκρίνιστη; Μπορούν σε αυτή την περίπτωση να θεωρηθούν αστήρικτοι, χωρίς νομικά ερείσματα ή… άσχετοι με τη συζήτηση οι τουρκικοί χάρτες της «γαλάζιας πατρίδας», με το Αιγαίο ανατολικά του 25ου μεσημβρινού να απεικονίζεται σαν να ελέγχεται από την Τουρκία, και πώς θα έπρεπε να αντιδράσει η ελληνική κυβέρνηση αν η τουρκική διαπραγματευτική ομάδα επιχειρήσει κάτι αντίστοιχο;
Τρία σενάρια
Μέχρι το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 25 Μαρτίου του 2021, ανήμερα της συμπλήρωσης 200 ετών από την εθνική παλιγγενεσία, η Ευρώπη μοιάζει με παγετώνα που παρακολουθεί άπραγη τον Ερντογάν να ξεδιπλώνει την τουρκική αναθεωρητική στρατηγική. Στο ερώτημα πώς θα κινηθεί το τουρκικό καθεστώς τους επόμενους τρεις μήνες έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, με την απειλή των ευρωπαϊκών κυρώσεων να επικρέμαται, τα βασικά σενάρια είναι τρία:
1. Ο Ερντογάν θα σταματήσει τις προκλήσεις και θα τηρήσει στάση αναμονής, σε μια προσπάθεια να δείξει καλή θέληση και να επιχειρήσει να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τη νέα αμερικανική διοίκηση υπό τον Τζο Μπάιντεν. Το σενάριο αυτό κερδίζει πόντους μετά την ανακοίνωση ότι για το επόμενο εξάμηνο το «Oruc Reis» θα κάνει σεισμικές έρευνες σε τουρκικά χωρικά ύδατα, άνωθεν τουρκικής υφαλοκρηπίδας, στα ανοιχτά της Αττάλειας.
2. Ο Τούρκος πρόεδρος θα επιλέξει να επαναλάβει τις προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο επιχειρώντας να σφετεριστεί θαλάσσιες ζώνες στις οποίες η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία έχουν πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα.
3. Ο Ερντογάν θα βάλει φωτιά στο σκηνικό ξεκινώντας σεισμικές έρευνες δυτικά του 28ου μεσημβρινού ή θα στείλει πλωτά γεωτρύπανα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ρόδου και Καστελόριζου. Η ελληνική κυβέρνηση, τόσο το επιτελείο του πρωθυπουργού όσο και οι αρμόδιες διευθύνσεις στα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας, επεξεργάζονται τα τρία βασικά σενάρια: το καλό, το κακό και το πραγματικά άσχημο.
Στο 1ο σενάριο το ερώτημα είναι μέχρι πού θα μπορούσαν να φτάσουν οι διερευνητικές επαφές. Σε αυτή τη χρονική φάση είναι προφανές ότι δύσκολα μπορεί να έχει αποτελέσματα κάποιου είδους παρελκυστική τακτική με σκοπό τη συνέχιση των συνομιλιών επί μακρόν. Η Τουρκία, που κατηγορεί την Ε.Ε. για «στρατηγική τύφλωση», εφόσον την 25η Μαρτίου βρίσκεται σε φάση απευθείας διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα, θα έχει αποστερήσει από τους Ευρωπαίους το επιχείρημα ότι η Αγκυρα προκαλεί και κραδαίνει το casus belli εναντίον δύο κρατών-μελών της ευρωπαϊκής οικογένειας αν επιλέξουν να ασκήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, αναγνωρισμένα από το Διεθνές Δίκαιο. «Αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, να καταλήξουμε σε διεθνές διαιτητικό όργανο, στη Χάγη δηλαδή, για να μπορέσουμε να λύσουμε οριστικά, προς όφελος και των δύο λαών, αυτή την εκκρεμότητα που πηγαίνει πίσω 40 χρόνια», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Θα συμφιλιωθεί η τουρκική πλευρά με την προοπτική της παραπομπής στη Χάγη της διαφοράς στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας;
Στο 2ο σενάριο, η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με συγκεκριμένες κυρώσεις που αφορούν οντότητες και φυσικά πρόσωπα και με την απειλή τομεακών κυρώσεων στην οικονομία που θα πλήξουν καίρια την καταρρέουσα τουρκική οικονομία. Πολύ περισσότερο που έχουν προηγηθεί οι αμερικανικές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας, και τυχόν ενεργοποίηση αντιποίνων από την Ε.Ε. θα αυξήσει κατακόρυφα την πίεση στο καθεστώς της Αγκυρας.
Στο 3ο σενάριο, οι εξελίξεις είναι δύσκολο να προβλεφθούν αλλά μπορεί να είναι κατακλυσμιαίες. Η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη διαμηνύσει σε φίλους και εχθρούς ότι θα υπερασπιστεί με κάθε τρόπο τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα σε περίπτωση που η Τουρκία επιχειρήσει σεισμικές εργασίες, ερευνητικές γεωτρήσεις ή άλλου είδους επιθετικές ενέργειες σε οριοθετημένες περιοχές ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Προσπάθεια επαναπροσέγγισης
Η κατάσταση είναι ρευστή και δεν επιτρέπει κανένα περιθώριο για εφησυχασμό. Η πανδημία, η οικονομική κρίση και η αλλαγή των συσχετισμών από την ενεργοποίηση του άξονα Μόσχας – Αγκυρας μπορεί να λειτουργήσει σαν τσουνάμι. Πριν από λίγα 24ωρα είδαν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες ότι ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίγεφ αναλαμβάνει πρωτοβουλία για να αποκαταστήσει τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ. Ενα τέτοιο σενάριο θα ήταν ζημιογόνο για τα ελληνικά συμφέροντα, ιδίως μετά τη ραγδαία ανάπτυξη των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων των τελευταίων ετών.
Με την ενδυνάμωση και την επιτάχυνση της συνεργασίας της με την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ, η Ελλάδα μπήκε ακόμη περισσότερο στο αμερικανικό ραντάρ, αφού στην Ουάσινγκτον γνωρίζουν ότι η Ελλάδα διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην περιοχή και χρειάζονται όλα τα πολυμερή σχήματα συνεργασίας στα οποία μπορούν να ασκήσουν επιρροή. Πιθανή επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με το Ισραήλ είναι βέβαιο ότι θα πλήξει τους ελληνικούς σχεδιασμούς και θα προκαλέσει ντόμινο αλλαγών σε πολλά επίπεδα.
Τι αλλάζει με τον Μπάιντεν
Κατά κοινή ομολογία, αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες ενεργοποίησαν συγκεκριμένες κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας για τους ρωσικούς S-400, ο Ερντογάν έχει αλλάξει τόνους στη ρητορική του και μοιάζει να έχει μαζευτεί. Τον ενδιαφέρει να τα βρει με τους Ευρωπαίους για να σώσει ό,τι μπορεί.
Τι θα συμβεί όμως με την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Τζο Μπάιντεν στις 20 Ιανουαρίου; Η προσέγγιση της Ουάσινγκτον για την Αγκυρα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αμφισβητήσεις. Οι πρόσφατες αμερικανικές κυρώσεις είναι ένα τελευταίο καμπανάκι προειδοποίησης στον Ερντογάν ότι η Ουάσινγκτον δεν εγκρίνει τις προβοκατόρικες ενέργειες της Τουρκίας, ούτε και θα επιτρέψει τη συνέχιση της συνεργασίας με τη Ρωσία.
Το βαθύ αμερικανικό κράτος έχει εδραιωμένη την πεποίθηση ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν χρησιμοποιεί τον Ταγίπ Ερντογάν και την Τουρκία για να προωθήσει τη ρωσική ατζέντα. Κατά την άποψη πολλών στην αμερικανική διοίκηση, η Μόσχα θέλει την τουρκική πλευρά ευάλωτη και αδύναμη ώστε να μπορεί να τη χρησιμοποιεί και να χειρίζεται προς όφελος των ρωσικών συμφερόντων.
Στην ελληνική κυβέρνηση αναμένουν, πάντως, ότι η τουρκική διπλωματία θα καταβάλλει άοκνες προσπάθειες χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα για να επουλώσει τις πληγές των τελευταίων ετών στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να μεταστρέψει την αρνητική προδιάθεση του Τζο Μπάιντεν για το καθεστώς της Αγκυρας. Η νέα αμερικανική κυβέρνηση πρόκειται να επιχειρήσει να διορθώσει τα κακώς κείμενα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και να δώσει μια ευκαιρία στον Ταγίπ Ερντογάν, εκτιμούν έμπειροι διπλωμάτες.
Οι ίδιοι παράγοντες υποστηρίζουν ότι αν ο Τζο Μπάιντεν με τον επόμενο Αμερικανό ΥΠΕΞ Αντονι Μπλίνκεν μαζέψουν τον Ταγίπ Ερντογάν, παρά τις επιφυλάξεις τους για τη στρατηγική της Αγκυρας, αυτό θα είναι προς όφελος της Ελλάδας. Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα συμβεί στην περίπτωση επαναπροσέγγισης της Ουάσινγκτον με την Αγκυρα σε θέματα όπως αυτό της ακυρωθείσας πώλησης αμερικανικών μαχητικών F-35 στην Τουρκία και πώς πιθανή αλλαγή της αμερικανικής στάσης θα διαταράξει την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο. Διότι, παρά την άποψη Αμερικανών διπλωματών ότι το πρόβλημα δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Τουρκία -και αυτό είναι απολύτως κατανοητό στην Ουάσινγκτον-, το ζήτημα είναι ότι ο επί χρόνια κατευνασμός της γείτονος δεν φαίνεται να έχει φέρει αποτελέσματα.